ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ - σε συνεργασία με ECOLE – Enti Confindustriali Lombardi per l'Education – συμμετέχει στο έργο Erasmus+ για Στρατηγικές Συνεργασίες (KA2) που ονομάζεται C-DISK (Certify DIgital Soft sKills).

Το έργο αφορά τον τομέα του ψηφιακός μετασχηματισμός, μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από τρία διακριτικά στοιχεία:

  1. Τεχνολογικός: χρήση νέων ψηφιακών τεχνολογιών, όπως μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κινητές συσκευές, εργαλεία ανάλυσης δεδομένων.
  2. Στρατηγικό-Οργανωτικό: αλλαγή οργανωτικών διαδικασιών και επιχειρηματικών μοντέλων.
  3. Οικονομικό-Κοινωνικό: αντίκτυπος σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, ιδίως στη διαδικασία της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (αρχικής και συνεχιζόμενης) καθώς και στην είσοδο και παραμονή στην αγορά εργασίας.

Συνεργάτες της C-DISK [1] είναι ιδρύματα και οργανισμοί που ενσωματώνουν τις πολιτιστικές προοπτικές και τις ακαδημαϊκές, τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες χρήσιμες για να αναπαραστήσουν με πλήρη και διατυπωτικό τρόπο τον πλούτο και την πολυπλοκότητα του θέματος του έργου, να αναλύσουν τις πιθανές οργανωτικές και κοινωνικές επιπτώσεις και να διατυπώσουν μια προληπτική ερμηνεία του .

Ο συνεχιζόμενος μετασχηματισμός, λόγω της προοδευτικής διείσδυσης των ψηφιακών τεχνολογιών σε όλες τις αγορές και τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (Reis et al. 2018; Ross et al., 2016), έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επιχειρηματικά μοντέλα, τις οργανωτικές διαδικασίες και την προσωπική και επαγγελματικές δεξιότητες που απαιτούνται για την είσοδο και την πρόοδο στην αγορά εργασίας. Οι οργανώσεις και οι εργαζόμενοι καλούνται να συμβαδίσουν με τον νέο «ψηφιακό κόσμο» και να αποφύγουν τον κίνδυνο απώλειας ανταγωνιστικών θέσεων και αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Η επιτυχής αντιμετώπιση του ψηφιακού μετασχηματισμού απαιτεί από τις εταιρείες και τους εργαζόμενους να αναπτύξουν ένα ευρύ φάσμα ψηφιακών και διαπροσωπικών γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων (Carcary, Doherty, Conway, 2016). Παράλληλα με αυτά, η εκπαίδευση, η τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα συστήματα συνεχούς κατάρτισης μπορούν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην αποτελεσματική προώθηση της μαζικής επανεκπαίδευσης (επαναμόρφωση και αναβάθμιση δεξιοτήτων) που απαιτείται.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κρισιμότητα μιας σημαντικής έλλειψης δεξιοτήτων σε όλα τα επίπεδα, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στον εταιρικό τομέα, έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές: η έλλειψη επαρκούς προσωπικού και δεξιοτήτων στην ψηφιακή σφαίρα κινδυνεύει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια όχι μόνο στην ανάπτυξη της ψηφιακής στρατηγικής, αλλά γενικότερα στη συνολική οικονομική ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον.

Μια μελέτη πριν από μερικά χρόνια είχε ήδη επισημάνει ότι το χάσμα δεξιοτήτων είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο για τις «μαλακές ψηφιακές δεξιότητες» (συνεργασία, άνοιγμα στην αλλαγή, κ.λπ.) παρά για τις «σκληρές ψηφιακές δεξιότητες» (ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, αναλυτικά στοιχεία κ.λπ.) : 59% έναντι 51% (Capgemini-Linkedin, 2017). Πιο πρόσφατα, νέα έρευνα (Feijao et al., 2021) [2] Η ανάλυση του ζητήματος του χάσματος των ψηφιακών δεξιοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο υπογράμμισε τόσο τον κεντρικό ρόλο των soft skills που επιτρέπουν στους εργαζόμενους να προσαρμοστούν στα νέα ψηφιακά πλαίσια όσο και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της συνάφειάς τους από τους οργανισμούς.

Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με μια ανασκόπηση της πιο εξειδικευμένης βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα του ορισμού της έννοιας της ψηφιακής ικανότητας (Calvani et al., 2010; Ferrari, 2012; Larraz, 2013; Ilomaki et. al., 2014; Antonakis et al., 2010. , 2016), τονίζουν ξεκάθαρα το γεγονός ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιβάλλει μια αλλαγή παραδείγματος όχι μόνο σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων στον αυστηρά τεχνολογικό τομέα, αλλά και κυρίως από πολιτισμική και νοοτροπία. Όχι μόνο ο ψηφιακός γραμματισμός στις νέες τεχνολογίες, αλλά και η ανάπτυξη soft skills και e-leadership, δηλαδή η ικανότητα ερμηνείας της πραγματικότητας από ψηφιακή προοπτική, η καθοδήγηση άλλων στον ψηφιακό μετασχηματισμό και η διαχείριση ομάδων και σχέσεων με τη διαμεσολάβηση νέων τεχνολογιών . Τα γεγονότα των δύο τελευταίων ετών, στα οποία η έκτακτη ανάγκη για την υγεία έχει επιταχύνει τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στην «αναγκαστική» εξ αποστάσεως εκπαίδευση και εργασία, καθιστούν ακόμη πιο επείγουσα τη λήψη μέτρων για την υπέρβαση των προαναφερθέντων κενών.

Αυτές οι δεξιότητες είναι ακόμη πιο σημαντικές και κρίσιμες υπό το πρίσμα της διάχυσης των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης τόσο σε παραγωγικό όσο και σε εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η γνώση του τρόπου αποτελεσματικής αλληλεπίδρασης με αυτές τις νέες τεχνολογίες απαιτεί σημαντική ενίσχυση της κριτικής σκέψης, την ικανότητα να συλλογίζεται τις διαδικασίες σε μια συμμετοχική λογική και την ικανότητα διαχείρισης της αβεβαιότητας.

Υπό το φως αυτών των εκτιμήσεων, το έργο C-DISK έχει τους ακόλουθους στόχους

  • να υποστηρίξει την ανάπτυξη του επιπέδου ψηφιακών ικανοτήτων, τόσο της τεχνολογικής γνώσης όσο και των soft skills/e-leadership, των μαθητών και των εργαζομένων που συμμετέχουν σε διαδικασίες συνεχούς κατάρτισης
  • να συμβάλει στη μείωση της αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς (έλλειψη δεξιοτήτων) κατάλληλων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας υπό το πρίσμα του ψηφιακού μετασχηματισμού των χώρων εργασίας· 
  • να ενθαρρύνει την επίσημη αναγνώριση της απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων, τόσο σκληρών όσο και μαλακών, για την υποστήριξη των διαδικασιών μετάβασης/κινητικότητας εργασίας (από σχολείο σε εργασία, διατομεακή, μεταξύ εδαφικών περιοχών, μεταξύ χωρών)·
  • να αυξηθεί η ικανότητα των ιδρυμάτων αρχικής και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης να σχεδιάζουν και να παρέχουν διαδρομές κατάρτισης για την ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων για μαθητές και εργαζόμενους.

Μέσω της κατασκευής ενός ενιαίου και ολοκληρωμένου μοντέλου ικανοτήτων για την ψηφιακή εποχή που συνδέεται με το ευρωπαϊκό πλαίσιο DigComp 2.1 – που κυμαίνονται από τεχνολογικές έως διαπροσωπικές και ηλεκτρονικές ικανότητες – και του σχετικού μηχανισμού για την πιστοποίηση της απόκτησής τους, την ποιότητα της αρχικής και συνεχιζόμενης προωθούνται συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Οι αρχές που εμπνέουν είναι εκείνες της διαφάνειας, της επίσημης πιστοποίησης και της αναγνωρισιμότητας των ικανοτήτων για τη δαπανηρότητά τους στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Έχοντας αυτό υπόψη, το έργο σκοπεύει επίσης να προχωρήσει σε πειραματισμό του συστήματος μικροδιαπιστευτηρίων, το οποίο θα μπορούσε να αυξήσει τον βαθμό ευελιξίας των συστημάτων παροχής εκπαίδευσης και να προωθήσει περαιτέρω την κατασκευή εξατομικευμένων, επίσημα πιστοποιημένων διαδρομών. Κατά το σχεδιασμό των εκπαιδευτικών διαδρομών, θα δομηθούν σε αυτόνομες αλλά ταυτόχρονα εύκολα ενσωματωμένες «μονάδες μάθησης». Για κάθε μονάδα θα υπάρχει συγκεκριμένη δράση για την πιστοποίηση των κεκτημένων ικανοτήτων.

Συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο κύριοι δικαιούχοι-στόχοι του έργου: φοιτητές που συμμετέχουν στην εκπαιδευτική τους πορεία (αρχική ΕΕΚ) και εργαζόμενοι που συμμετέχουν σε διαδικασίες επαγγελματικής ενημέρωσης και επανεκπαίδευσης (συνεχιζόμενη κατάρτιση). Ο επιθυμητός θετικός αντίκτυπος και στα δύο θα πρέπει να καθορίσει μεσοπρόθεσμα την είσοδο στην αγορά εργασίας ικανών νέων πόρων –τόσο από τεχνολογική όσο και από διαπροσωπική άποψη– και, συνεπώς, να ευθυγραμμιστεί με τις ανάγκες του παραγωγικού κόσμου. Παράλληλα, η δράση αναβάθμισης των δεξιοτήτων αφιερωμένη σε όσους εργάζονται ήδη, άρα υψηλότερης προϋπηρεσίας, θα πρέπει να ευνοήσει τη μονιμοποίησή τους στην αγορά εργασίας με σαφή πλεονεκτήματα από άποψη οικονομικής και κοινωνικής προστασίας.

Με αυτό το έργο, με επικεφαλής το ECOLE, η ASFOR σκοπεύει όχι μόνο να συμβάλει φέρνοντας την ιταλική προοπτική σε ένα διεθνές πλαίσιο, αλλά κυρίως να ενισχύσει τη συμμετοχή και τη συνεργασία μεταξύ των μελών της σε σχετικά θέματα για εκπαίδευση διαχείρισης μετά την εμπειρία, στην προκειμένη περίπτωση ψηφιακός μετασχηματισμός για τη δια βίου μάθηση, ο οποίος σκιαγραφείται ως αναπόφευκτος δρόμος σε μια κοινωνία προσεγμένη τόσο στις ανάγκες της κοινότητας όσο και στα μονοπάτια εξέλιξης του παραγωγικού και επαγγελματικού κόσμου. Ένα κρίσιμο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι η συμμετοχή των μελών της ASFOR σε έρευνες και ομάδες εργασίας για το μοντέλο υλοποίησης που προτείνουν οι ερευνητές του C-DISK.


[1] Εκτός από το ECOLE- Enti COnfindustriali Lombardi per l'Education και το ASFOR- Associazione Italiana per la Formazione Manageriale, οι ακόλουθοι είναι εταίροι στο έργο: UPI- Zalec Λαϊκό Πανεπιστήμιο-Σλοβενία; UTU- Πανεπιστήμιο Turku- Φινλανδία; RISEBA- Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών- Λετονία; BIC INNOBRIDGE- Κέντρο Επιχειρηματικής Καινοτομίας- Βουλγαρία; IDEC- Εταιρεία Συμβούλων Εκπαίδευσης- Ελλάδα.
[2] Feijao C. et al., Το παγκόσμιο χάσμα ψηφιακών δεξιοτήτων, RAND Ευρώπη, 2021

Παρόμοιες αναρτήσεις